Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

Μῆδοι ὑπέκυψαν Πέρσῃσι

См. также в других словарях:

  • υποκύπτω — ὑποκύπτω ΝΜΑ υποτάσσομαι («οἱ Μῆδοι ὑπέκυψαν Πέρσησι», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. υποχωρώ σε κάτι από ανάγκη («δεν θα υποκύψω στις πιέσεις τους») 2. πεθαίνω ύστερα από πάλη με τον θάνατο («υπέκυψε στα τραύματά του») 3. φρ. «υπέκυψε στο μοιραίο» πέθανε αρχ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»