-
1 ὑποκύπτω
A stoop under a yoke, Μῆδοι ὑπέκυψαν Πέρσῃσι bowed to the Persian yoke, Hdt.1.130, cf. 6.25, 109;κύνες τοῖς ἀνθρώποις ὑποκύπτοντες Aesop.266
: abs., of suppliants, bow down, bow low,ἱκετεύουσιν ὑποκύπτοντες Ar.V. 555
(anap., where cod. R has ὑποπίπτοντες), cf. Luc.Nav.30, Nigr.21; so of animals drinking, ὑποκύψαντα.. πιεῖν ὥσπερ βοῦν (v.l. ἐπικ-) X.An.4.5.32; of the victim at a sacrifice, θύεται δέ, αἰ μέγ κα ὑποκύψει, τᾷ Ἱστία prob. in SIG1025.20 ([place name] Cos); alsoὑ. ἐπὶ τὰ ὀπίσθια σκέλη Arist.Mir. 831a25
; stoop to look at a thing, Plu.2.470e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποκύπτω
См. также в других словарях:
υποκύπτω — ὑποκύπτω ΝΜΑ υποτάσσομαι («οἱ Μῆδοι ὑπέκυψαν Πέρσησι», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. υποχωρώ σε κάτι από ανάγκη («δεν θα υποκύψω στις πιέσεις τους») 2. πεθαίνω ύστερα από πάλη με τον θάνατο («υπέκυψε στα τραύματά του») 3. φρ. «υπέκυψε στο μοιραίο» πέθανε αρχ … Dictionary of Greek